- δέψω
- δέψω (Α)κατεργάζομαι, μαλάσσω.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δέφω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δέψω — δέφω soften fut ind act 1st sg δέψω work pres subj act 1st sg δέψω work pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεψῶ — δέφω soften fut ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεψήσω — δέψω work aor subj act 1st sg δέψω work fut ind act 1st sg δέψω work aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεψῆσαι — δέψω work aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεψήσειν — δέψω work fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεψήσωσι — δέψω work aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέψει — δέφω soften fut ind mid 2nd sg δέφω soften fut ind act 3rd sg δέψω work pres ind mp 2nd sg δέψω work pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδέψητος — ἀδέψητος, ον (Α) [δέψω] (για δέρματα) ακατέργαστος, που δεν έχει υποστεί κατεργασία από βυρσοδέψη … Dictionary of Greek
γλωττοδεψώ — ( έω) (Α) γλωττοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + δεψώ < δέψης < δέφω «μαλακώνω κάτι τρίβοντάς το»] … Dictionary of Greek
δέφω — (AM δέφω) νεοελλ. κατεργάζομαι δέρματα, βυρσοδεψώ αρχ. 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι, χειρομαλάσσω 2. μαλάσσω το αιδοίο, αυνανίζομαι («ἀλλ οὐδεμίαν ἄλλην ἑταίραν εἶδέ τις αὐτῶν, ἑαυτοὺς δ ἔδεφον ἐνιαυτοὺς δέκα») 3. μέσ. δέφομαι… … Dictionary of Greek